- πτερονόμος
- πτερο-νόμος, ον,A plving the wings, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερονόμος — plving the wings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερονόμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τοῑς πτεροῑς νομῶσα καὶ νεμομένη». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + νόμος*] … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek